καμαροφρύδης

καμαροφρύδης
ο, θηλ. καμαροφρύδα και καμαροφρυδούσα (Μ καμαροφρύδης) [καμαροφρύδι]
αυτός που έχει καμαρωτά, τοξωτά φρύδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καμαροφρύδης — ο θηλ. καμαροφρύδα αυτός που έχει φρύδια καμαρωτά: Τον συμπαθεί τον καμαροφρύδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”